Larissa, GR
25°
Fair
15h16h17h18h19h
26°C
26°C
25°C
23°C
21°C
Search
Close this search box.

Διονύσης Σαββόπουλος: Ο μουσικός ήρωας που ενσάρκωσε όλα τα πρόσωπα του νεοέλληνα

Ένα καλλιτεχνικό – κοινωνικό φαινόμενο που άλλαξε ριζικά το ελληνικό τραγούδι, λατρεύτηκε και πολεμήθηκε, έφυγε – το βράδυ της περασμένης Τρίτης – πλήρης, έχοντας κλείσει του λογαριασμούς του με τον εαυτό του και τους γύρω του.

Από τους τελευταίους της γενιάς των μεγάλων δημιουργών, άξιος διάδοχος του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, πατέρας των απανταχού Ελλήνων τραγουδοποιών, ανανεωτής του Νέου Κύματος, δημιουργός του βαλκανικού ροκ, «προξενητής» του ηλεκτρικό ήχου με το παραδοσιακό και το λαϊκό – ρεμπέτικο τραγούδι, πρωτοπόρος αλλά και βαθιά συνδεδεμένος με το σπουδαίο μουσικό παρελθόν του, ρομαντικός αλλά και σκληρός, επαναστάτης αλλά και ρεαλιστής, ένθερμος υποστηρικτής της Αριστεράς αλλά και αρνητής της, ενωτικός αλλά και προβοκάτορας…: Τί απ΄ όλα αυτά ήταν τελικά ο Διονύσης Σαββόπουλος;

«Ήταν όλα αυτά μαζί και πολλά περισσότερα» είναι η σωστή απάντηση. Γι΄ αυτό και αποτέλεσε φαινόμενο, καλλιτεχνικό αλλά και κοινωνικό. Γι’ αυτό κι ο θάνατός του συνιστά ένα τέλος εποχής και το κενό που αφήνει η απουσία του τεράστιο. Γιατί ο Σαββόπουλος ήταν ο μουσικός ήρωας που ενσάρκωνε όλα τα πρόσωπα του νεοέλληνα.

«Ο Σαββόπουλος υπήρξε το άλλοθι της προδομένης ζωής κάποιων» είχε πει πολύ εύστοχα ο Μάνος Χατζιδάκις δίνοντας έτσι μια πειστική εξήγηση στα αντιφατικά συναισθήματα που πυροδότησε και εισέπραξε κατά τη διάρκεια της μακράς μουσικής διαδρομής του ο Νιόνος της Ελλάδας. Λατρεύτηκε αλλά και πολεμήθηκε, εξυμνήθηκε και κατηγορήθηκε, αγιοποιήθηκε και αποκαθηλώθηκε – ενίοτε από τους ίδιους ανθρώπους -, για πολιτικούς λόγους κυρίως, υπήρξε ίσως το πρώτο θύμα της εγχώριας κουλτούρας της ακύρωσης, δεκαετίες πριν γεννηθεί ο όρος.

 «Ο Διονύσης δεν έχει καταπιεστεί από τον Σαββόπουλο, αλλά από τους «σαββοπουλικούς» και τους «σαββοπουλολόγους». Και πάλι όχι από όλους, αλλά από τους πιο επιφανειακούς» μού έλεγε, το 2018, σε μία συνέντευξη, έχοντας ωστόσο συνειδητοποιήσει, πλέον, τι είναι αυτό που διαχρονικά ζητούσε, από τους δικούς του ανθρώπους αλλά και από το κοινό και με ποιους ανορθόδοξους τρόπους το διεκδικούσε: «Μικρός έκανα σκανταλιές και η µαµά µε µάλωνε. Αλλά τις ξαναέκανα. Και εκείνη µε ξαναµάλωνε. Και αυτό πήγαινε σχοινί-κορδόνι. Είµαι στο πάλκο 55 χρόνια, αλλά µόλις τώρα έµαθα το γιατί την τσιγκλούσα: γιατί ποθούσα να µου πει κάποτε «εγώ σ’ αγαπώ κι ας κάνεις σκανταλιές».

Η πρόκληση, βέβαια, το τσίγκλισμα πάντα τον μαγνήτιζαν, τα απολάμβανε και επιδιδόταν σ’ αυτά κατά καιρούς, άλλοτε με τις δηλώσεις του, άλλοτε με το  καυστικό χιούμορ του κι άλλοτε πάλι φέρνοντας στο Ηρώδειο την Καλομοίρα ή ανεβάζοντας μια σέξι χορεύτρια στη σκηνή όπου έδινε τις μουσικές παραστάσεις του.

Σαν κάτι να τον ωθούσε διαρκώς να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα: ήταν Αριστερός όταν ο κομμουνισμός ήταν υπό απαγόρευση, ροκ όταν ο ηλεκτρισμός δεν συμβάδιζε με τη μόδα, λαϊκός όταν ο ήχος αυτός θεωρούνταν παρακατιανός, κόντρα στο ΠΑΣΟΚ όταν ο Παπανδρεϊσμός ήταν στα φόρτε του, αντι-ΣΥΡΙΖΑ όταν η πρώτη φορά Αριστερά διεκδικούσε δυναμικά την παραμονή της στην εξουσία…

Παράλληλα, όμως, κουβαλούσε κι έναν αέρα συμφιλίωσης και ενότητας γύρω από έναν απροσδιόριστο κοινό σκοπό, κι όταν έπαιρνε την κιθάρα του κι άρχιζε να τραγουδά, με έναν μαγικό τρόπο, παρασύρονταν όλοι στα μονοπάτια των τόσο οικείων, σαν καταγεγραμμένων λες στο ελληνικό DNA μουσικών ιστοριών του.

Από το «Φορτηγό», τον «Μπάλλο» και τη «Ρεζέρβα» στους «Κωλοέλληνες»
Ο Διονύσης Σαββόπουλος αποτέλεσε ένα τεράστιο κεφάλαιο για το ελληνικό τραγούδι, σφράγισε ανεξίτηλα δεκαετίες με τις ρηξικέλευθες συνθέσεις του και τους ποιητικούς στίχους του, δημιούργησε ένα νέο είδος καλλιτέχνη, εκείνου που είναι ταυτόχρονα δημιουργός και ερμηνευτής των τραγουδιών του, εισήγαγε τον ροκ ήχο στην εγχώρια δισκογραφική πραγματικότητα, και τον πάντρεψε αριστοτεχνικά με παραδοσιακές και λαϊκές ή ρεμπέτικες επιρροές, ιδρύοντας μια καινούργια μουσική «Σχολή» στους κόλπους της οποίας ανδρώθηκαν καλλιτεχνικά σπουδαίοι τραγουδοποιοί και ερμηνευτές όπως ο Νίκος Παπάζογλου, ο Μανώλης Ρασούλης, ο Νίκος Ξυδάκης και μεταγενέστερα η Ελευθερία Αρβανιτάκη, οι αδελφοί Κατσιμίχα, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης…

Θα μπει φουριόζος, παθιασμένος στην ελληνική δισκογραφία, το 1966, σε μια εποχή που δίψαγε για κάτι νέο, με το ίδιο «Φορτηγό» που τον έφερε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα κουβαλώντας τραγούδια αλλιώτικα που μιλούσαν απευθείας στο μυαλό αλλά και στην καρδιά, όπως «Η Συννεφούλα», το «Μη μιλάς άλλο γι΄ αγάπη», το «Βιετνάμ γιε – γιε» και το «΄Ηλιε, ήλιε αρχηγέ!»

Το 1967 θα γράψει, έγκλειστος και χτυπημένος στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας, τα εξαίσια «Η Δημοσθένους λέξις» (Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει/οι δρόμοι θα `ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη/τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι/ αέρας θα με παρασέρνει…) και «Θαλασσογραφία» (Να μας πάρεις μακριά/να μας πας στα πέρα μέρη/φύσα θάλασσα πλατιά/φύσα αγέρι φύσα αγέρι). Το δεύτερο θα το συμπεριλάβει αργότερα στο «Περιβόλι του Τρελλού», που κυκλοφορεί το 1969, μαζί με το ξεσηκωτικό «Ντιρλαντά» και την αριστουργηματική «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» (Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και που πάω/ Με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό/ Προβολείς με στραβώνουν και πάω/ Και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ).

Το 1971 θα κάνει τη μεγάλη ροκ στροφή του με τον «Μπάλλο» («Εδώ είναι Βαλκάνια/ δεν είναι παίξε γέλασε/ ντιρετεμ λε ντιλέμ), μια κυκλοφορία – σταθμό για τα ελληνικά μουσικά δρώμενα, με το ομώνυμο, διάρκειας 18 ολόκληρων λεπτών κομμάτι, το «Κιλελέρ» και το «Ο παλιάτσος κι ο ληστής», που ήδη παίζουν δυνατά στη σκηνή του ιστορικού «Rodeo», όπου γράφει ιστορία στην αθηναϊκή ψυχαγωγία, ξεσηκώνοντας τη νεολαία της εποχής.

Έναν χρόνο αργότερα θα «ψηθεί» το «Βρώμικο Ψωμί», στη συνταγή του οποίου ο Σαββόπουλος διατηρεί μεν τη ροκ διάθεσή του, με τον «Άγγελο εξάγγελο» (Άγγελος εξάγγελος μας ήρθε από μακριά/ γερμένος πάνω σ’ ένα δεκανίκι/ δεν ήξερε καθόλου μα καθόλου να μιλά/ και είχε γλώσσα μόνο για να γλείφει ), τήν εμπλουτίζει, όμως, απρόσμενα, με μια δόση λαϊκού ήχου μέσα από το υπέροχο «Ζεϊμπέκικο» (Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια/ και με τους φίλους τους παλιούς/ τριγυρνάμε στα σκοτάδια/ κι όμως εσύ δε μας ακούς) το οποίο θα ερμηνεύσει, συγκλονιστικά, τρία χρόνια μετά, η Σωτηρία Μπέλλου.

Σε μια άλλη μουσική σκηνή, το «Κύτταρο», θα γεννηθεί η ιδέα για ένα από πλέον δημοφιλή και διαχρονικά τραγούδια του, το «Σαν τον Καραγκιόζη», το οποίο θα συμπεριληφθεί, το 1975, στη Μεταπολίτευση πλέον, στον δίσκο «10 Χρόνια Κομμάτια» μαζί με την «Παράγκα», το «Στη συγκέντρωση (της Ε.Φ.Ε.Ε.)» και τον καταγγελτικό «Πολιτευτή» (Ο πρώτος προβοκάτορας απ’ όλους στη ζωή μου/ είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει τη φωνή μου).

Η πορεία συνεχίζεται το 1976 με τους θεατρικούς «Αχαρνής» και το 1978 με έναν δίσκο – σταθμό για την ελληνική δισκογραφία, την «Εκδίκηση της Γυφτιάς», των Νίκου Ξυδάκη – Μανώλη Ρασούλη, με ερμηνευτή τον Νίκο Παπάζογλου, και τον Σαββόπουλο σε ρόλο παραγωγού.

Αυτό που θεωρείται ως ο πλέον σημαντικός δημιουργικός κύκλος του Σαββόπουλου θα κλείσει, λίγο πριν την εκπνοή της δεκαετίας του ’70, με τη «Ρεζέρβα» που περιέχει, μεταξύ άλλων το «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» και το έντονα φορτισμένο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», εμπνευσμένο από την ιστορία του Νίκου Κοεμτζή.

Κατά τη δεκαετία της δεκαετίας ’80, εισερχόμενος πλέον σε φάση στροφής, τόσο καλλιτεχνικά όσο και πολιτικά, ο Διονύσης Σαββόπουλος θα γευτεί μια μεγάλη επιτυχία, το 1983, με το τραγούδι – σύνθημα «Ας κρατήσουν οι χοροί» και αφού μεσολαβήσουν τα «Τραπεζάκια έξω», θα έρθει αντιμέτωπος με μια μαζική επίθεση, το 1989, εξαιτίας του δίσκου του «Το Κούρεμα». Απογοητευμένος, πεισμωμένος, ξεσπά, περνά στην αντίπερα πολιτική όχθη, διαρρηγνύοντας, προσωρινά, τη σχέση του με μια μεγάλη μερίδα του κοινού του μέσα από τραγούδια όπως οι αγανακτισμένοι «Κωλοέλληνες» (Δεν υπάρχει ελπίς/στην Ελλάδα ζεις), το καυστικό «Μην περιμένετε αστειάκια» (Πώς να μην κλέψει ο Κοσκωτάς, αφού ένα όραμα κονόμας / και ευζωίας και ανόδου ήταν το μέτρο ολονών μας) και «Η αποτυχία της Αριστεράς» (Έχει αποτύχει, ας το πάρει σύμπασα η Αριστερά/έξαλλα πλήθη, το ποτάμι το “εγώ” του Πασοκά/Ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός/ κι ήρθε η πληρωμή, πέτρες σκανδάλων, σήψη πάντων προπαντός».

Τα επόμενα αρκετά χρόνια ο Σαββόπουλος σταματά να γράφει, περνά μια εσωστρεφή περίοδο γενικότερα. Μέχρι το 1999 που θα παρουσιάσει τον «Χρονοποιό», τον τελευταίο δίσκο της μακράς και σημαντικής διαδρομής του.

Θα συνεχίσει να δίνει όμως το δυναμικό παρών μέσα από ζωντανές εμφανίσεις και συναυλίες, σε μουσικούς χώρους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας μέρος στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, συνεργαζόμενος με πολλούς άλλους καλλιτέχνες αλλά και συμμετέχοντας ενεργά στον δημόσιο κοινωνικό – πολιτικό διάλογο.

Ακόμα και τα τελευταία πέντε χρόνια που έδινε σκληρή μάχη με τον καρκίνο, παρέμενε καλλιτεχνικά και κοινωνικά ενεργός, εργαζόταν, έδινε συναυλίες, παραβρισκόταν σε εκδηλώσεις, απολάμβανε βραδιές με φίλους. Μέχρι και στη σκηνή του Rockwave Festival τραγούδησε τον περασμένο Ιούνιο, μπροστά σε εκπροσώπους όλων εκείνων των γενεών που μεγάλωσαν, ονειρεύτηκαν, διαμαρτυρήθηκαν, απογοητεύτηκαν, αγάπησαν κι έζησαν με συντροφιά τα αθάνατα τραγούδια του.

Και λίγους μήνες μετά, έχοντας κλείσει πλέον τους λογαριασμούς του, αφού άνοιξε διάπλατα την ψυχή του και ζήτησε τις συγγνώμες που ένιωθε πως όφειλε μέσα από την αυτοβιογραφία του, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε «μακριά, στα πέρα μέρη».

 

Πηγή: protothema.gr

Μοιράσου το άρθρο