Ο Κώστας Τσιάνος μιλάει για το Θεσσαλικό Θέατρο και την νέα του παράσταση

Ο Κώστας Τσιάνος επιστρέφει με το Θεσσαλικό Θέατρο, με μια κλασική επιθεώρηση, «Ό,τι θυμάμαι χαίρομαι», όπου υπογράφει τα κείμενα και τη σκηνοθεσία και δίνει ραντεβού την Τρίτη στην υπαίθρια σκηνή της Αυλής του Μύλου, στη Λάρισα.

Ο Κώστας Τσιάνος επιστρέφει στο «σπίτι» του. Ο σημαντικός σκηνοθέτης και ηθοποιός, που έβαλε τα θεμέλια του Θεσσαλικού Θεάτρου, επιστρέφει αυτό το καλοκαίρι στη σκηνή του, με μια κλασική επιθεώρηση. «Ο,τι θυμάμαι χαίρομαι» είναι ο τίτλος της παράστασης, τα κείμενα και τη σκηνοθεσία της οποίας υπογράφει ο ίδιος. «Να γελάσει λίγο ο κόσμος, το χρειάζεται», μου είπε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Σκέφτομαι όλες αυτές τις παραστάσεις του, έχουμε γελάσει, έχουμε συγκινηθεί, σκέφτομαι όλη αυτή την πορεία του σκηνοθέτη από τη Λάρισα που άνοιξε δρόμους στο ελληνικό θέατρο.

Ο Κώστας Τσιάνος είναι μια κατηγορία, μια σχολή από μόνος του. Ο τρόπος του έδειχνε πάντα την ουσία της τέχνης που λέγεται θέατρο: να μπορεί ένας άνθρωπος να μοιραστεί με κάποιον άλλον την αίσθηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Η πρεμιέρα της παράστασης θα γίνει την Τρίτη 6 Ιουλίου, στις 21.00, και θα παρουσιάζεται στο θέατρο της «Αυλής του Μύλου» έως και τα τέλη Ιουλίου, με καθημερινές παραστάσεις Δευτέρα και Παρασκευή, ενώ το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου θα ταξιδέψει σε σημαντικούς θεατρικούς χώρους του νομού, αλλά και της θεσσαλικής περιφέρειας.

 
• «Ο,τι θυμάμαι χαίρομαι» ο τίτλος της παράστασης, τα κείμενα και τη σκηνοθεσία της οποίας υπογράφετε, τι θα δούμε λοιπόν;

Θυμάμαι έντονα τα εφηβικά μου χρόνια, που τα πέρασα σε μια φτωχική γειτονιά, τη δεκαετία του 1950. Ηταν μια εποχή που η Ελλάδα έβγαινε χιλιολαβωμένη μετά την Κατοχή και κυρίως από τον εμφύλιο σπαραγμό. Η φτώχεια, η ανεργία, η κυβερνητική αστάθεια, οι πολιτικές συνωμοσίες, οι μαζικές δίκες, οι εκτελέσεις (Μπελογιάννης), το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, η αυστηρή λογοκρισία, η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση που ερήμωσε τα χωριά μας, ο τραμπουκισμός, το εκστρατευτικό σώμα του Ελληνικού Στρατού που βρέθηκε στον πόλεμο της Κορέας, ήταν μερικά από τα δεινά που ταλαιπώρησαν τον ελληνικό λαό.

Παρ’ όλα αυτά, ο ρακένδυτος κοσμάκης, για να ξεγελάσει τις πίκρες του, δεν έχανε την ευκαιρία να βρει τρόπους για μικροδιασκεδάσεις. Αλλος με καμιά κιοφτέδα, άλλος με κανά σαρμά, ένα καρβέλι ψωμί, καμιά ρέγγα και ό,τι άλλο ρεφενέ θες και το σκαρώνανε το γλεντάκι στου εκάστοτε εορτάζοντος. Με την πρώτη ευκαιρία, το ρίχνανε στο τραγούδι και στους μοντέρνους χορούς, σάμπα, ρούμπα, ράσμπα, τσα-τσα και άλλα εισαγόμενα προϊόντα του Σχεδίου Μάρσαλ. Σύμπας ο ελληνικός λαός ονειρευότανε να μπαρκάρει με της φαντασίας το καράβι, να πει «Βίρα τις άγκυρες» και να βρεθεί σε ανύπαρκτα μαγικά νησιά όπως το «Αλα-Κάλα-Κούμπα» και το «Τζούμπο τζάμπο».

Αλλοι πάλι περίμεναν, μπας και κερδίσουν, στο νέο παιχνίδι με το όνομα ΠΡΟ-ΠΟ και οι γυναίκες στριμώχνονταν στις δημόσιες υπηρεσίες για να βγάλουν εκλογικό βιβλιάριο και να ψηφίσουν για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές. Και η μεγάλη τους διασκέδαση ήταν τα θερινά σινεμά και τα εξοχικά κέντρα, που συχνά φιλοξενούσαν μεγάλους τραγουδιστές, τους Νίκο Γούναρη, Τώνη Μαρούδα, Τζίμη Μακούλη, Στέλιο Καζαντζίδη κ.α. Με όλες αυτές τις μνήμες και πολλές άλλες, θέλησα να δημιουργήσω μια παράσταση γεμάτη νοσταλγία, γέλιο, συγκίνηση, χορό και τραγούδι, βασισμένη στους κώδικες της ελληνικής επιθεώρησης.

• Το όνομά σας είναι αλληλένδετο με το Θεσσαλικό Θέατρο. Πώς ξεκίνησε αυτή η μεγάλη πορεία ζωής;

Το Θεσσαλικό Θέατρο γεννήθηκε ως ιδέα το 1975. Με τη Μεταπολίτευση, όλοι μίλαγαν για αναγκαία αποκέντρωση. Η Αννα Βαγενά πρώτη, εγώ και ο σκηνογράφος Γιώργος Ζιάκας, όλοι Λαρισαίοι και άνθρωποι του εργαζόμαστε με επιτυχία στο Θέατρο στην Αθήνα, αποφασίσαμε να ιδρύσουμε στην πόλη μας το πρώτο μόνιμο επαγγελματικό θέατρο.

Με οκτώ παραστάσεις την εβδομάδα και μετά τη Λάρισα να κάνουμε περιοδεία και στις άλλες πόλεις της Θεσσαλίας, στις κωμοπόλεις, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα χωριά μας. Ιδρύσαμε σύλλογο, τη «Θεσσαλική Πνευματική Πορεία» και μας συμπαραστάθηκαν, πρώτοι απ΄ όλους ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Διαγόρας Χρονόπουλος και υπέγραψαν το ιδρυτικό μεγάλες προσωπικότητες της Τέχνης: Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Δημήτρης Κεχαΐδης, Νίκος Γκάτσος, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Μποστ, Δήμητρα Γαλάνη, Αννυ Κολτσιδοπούλου, Γιάννης Νεγρεπόντης, Βασίλης Τενίδης, Μαρούλα Κλιάφα και εκατοντάδες Λαρισαίοι.

Ο Δήμος της Λάρισας μας παραχώρησε την αίθουσα του Ωδείου και στη σκηνή του, στις 26 Δεκεμβρίου 1975, έγινε η πρεμιέρα μας με το αριστούργημα του Καμπανέλλη «Η αυλή των θαυμάτων». Ακολούθησε ένας μεγάλος θρίαμβος! Οι θεατές που κατέκλυσαν την αίθουσα να χειροκροτούν ασταμάτητα, να κλαίνε από υπερηφάνεια, να αγκαλιάζονται μεταξύ τους κι εμείς στη σκηνή να μην μπορούμε να πιστέψουμε τη νίκη μας.

Ολες οι επόμενες παραστάσεις παίζονταν σε κατάμεστη αίθουσα και, όταν άρχισε η περιοδεία μας σε όλη τη Θεσσαλία, ζήσαμε μια εποποιία. Οι αίθουσες, που τις περισσότερες φορές ήταν κάποιες αγροτικές αποθήκες, κάτι ξεχασμένα σινεμά, καφενεία, αίθουσες σχολείων, γέμιζαν από κόσμο και οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν δει ποτέ τους θεατρική παράσταση και άλλοι είχαν να δουν από το «Θέατρο του Βουνού» του ΕΑΜ. Περάσαμε πάρα πολύ δύσκολα, τα προβλήματα τεράστια, η οικονομική δυσπραγία αφόρητη.

Τα πρώτα χρόνια, δεν είχαμε καμιά επιχορήγηση κι εμείς έπρεπε να είμαστε στις υποχρεώσεις μας εντάξει. Ποτέ οι συνεργάτες μας δεν έμειναν απλήρωτοι. Πέρασαν τα πρώτα οκτώ χρόνια και το Θεσσαλικό Θέατρο δούλευε ασταμάτητα και έγινε παράδειγμα περιφερειακού Θεάτρου. Οι δυσκολίες μεγάλωναν και τότε το Θέατρο το ανέλαβε ο Δήμος Λαρισαίων.

Μετά η Μελίνα, ως υπουργός Πολιτισμού, έχοντας ως πρότυπο το Θεσσαλικό Θέατρο, ίδρυσε τα ΔΗΠΕΘΕ και το Θέατρό μας πήρε κάποιες οικονομικές ανάσες και μπόρεσε να ανεβάσει μεγαλύτερες παραγωγές. Το πρώτο μας έργο ως ΔΗΠΕΘΕ και με εμένα καλλιτεχνικό διευθυντή ήταν «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ. Η επιτυχία, τεράστια και στα χωριά μας έγινε θρύλος η παράσταση αυτή. Διαμορφώσαμε έναν κινηματογράφο 500 θέσεων, μεγαλώσαμε τη σκηνή του, φτιάξαμε πολλά καμαρίνια και ανεβάζαμε πολυπρόσωπα και με πολλές απαιτήσεις έργα. Πρώτη θέση είχε πάντα το ελληνικό ρεπερτόριο. Παρουσιάσαμε Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Αναγνωστάκη, Ευθυμιάδη, Διαλεγμένο, Ρέπα – Παπαθανασίου, Μάριο Ποντίκα, Ψαθά, Αλέκο Σακελλάριο-Χρήστο Γιαννακόπουλο, Χουρμούζη, Βυζάντιο, Κορομηλά, Καπετανάκη, Μισιτζή και πολλούς άλλους.

Δεν θα αναφερθώ στους ξένους, παρά στον Σέξπιρ, τον Λόρκα και τον Γκολντόνι. Και φτάνουμε στη μεγάλη στιγμή της ιστορίας του Θεσσαλικού Θεάτρου. Η μεγάλη μου λαχτάρα και η πολύχρονη έρευνά μου πάνω στο αρχαίο δράμα μού έδωσε τη δυνατότητα να σκηνοθετήσω την πρώτη μου τραγωδία, «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, με τη Λυδία Κονιόρδου στον ομώνυμο ρόλο. Η παράσταση σε επιτυχία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο! Παίχτηκε τρία καλοκαίρια, δύο φορές στην Επίδαυρο, δύο στο Ηρώδειο και άλλες τόσες στο Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου.

Όργωσε όλη την Ελλάδα, στεριά και θάλασσες. Σκαρφάλωσε στα πιο ψηλά βουνά και αντιπροσώπευσε τη χώρα μας σε Φεστιβάλ της Ευρώπης και μέχρι σήμερα, 33 χρόνια μετά, αποτελεί σημείο αναφοράς. Την ίδια επιτυχία σημείωσαν και οι άλλες τραγωδίες που σκηνοθέτησα. Η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη και οι «Χοηφόρες» του Αισχύλου. Κάποια χρονική περίοδο, αναγκάστηκα να αποχωρήσω από το «Θεσσαλικό» και να με πάρει μαζί του ως αναπληρωτή καλλιτεχνικό διευθυντή ο Νίκος Κούρκουλος στο Εθνικό μας Θέατρο.

Ηταν μια τεράστια εμπειρία και πιστεύω πως, την περίοδο αυτή, αναστήσαμε το Εθνικό και μεγαλουργήσαμε. Οταν ο Νίκος «έφυγε», ο Δήμος Λαρισαίων με κάλεσε πάλι να αναλάβω τη Διευθυνση του Θεσσαλικού και το έκανα με πολύ ενθουσιασμό, μέχρι που τελείωσε η θητεία μου. Ομως παραμένει το σημαντικότερο γεγονός της ζωής μου, το σπίτι μου, το αποκούμπι μου και ευχαριστώ τους συμπολίτες μου και κυρίως τον Δήμο Λαρισαίων, Απόστολο Καλογιάννη, που πρότεινε το «Θέατρο του Μύλου» να ονομαστεί «Θεατρο Κώστα Τσιάνου». Τον ευχαριστώ κι εγώ θα μείνω σ΄ αυτό για πάντα!

• Επειτα από τόσο μεγάλη εμπειρία, τι πιστεύετε για τα ΔΗΠΕΘΕ; Πως μπορούν να σταθούν στα καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας;

Τα Δημοτικά Θέατρα στην περιφέρεια τα δημιούργησε η Μελίνα Μερκούρη, όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού. Η Μελίνα ήταν άνθρωπος του θεάτρου, αγαπούσε το θέατρο και πολύ σωστά θέλησε να δημιουργηθούν θεατρικές εστίες στην περιφέρεια. Το έκανε! Το πρώτο, βέβαια, που λειτούργησε ήταν το Θεσσαλικό Θέατρο. Τα επιχορήγησε με την προϋπόθεση ότι και οι Δήμοι θα καταβάλουν το ανάλογο ποσό και να παραχωρήσουν στέγες για τις παραστάσεις, τα γραφεία και για τις τεχνικές υπηρεσίες.

Πάνω απ’ όλα κατάφερε τον πρώτο καιρό να στελεχωθούν με άξιους καλλιτεχνικούς διευθυντές και τα ΔΗΠΕΘΕ να απασχολούν από 10 ηθοποιούς και πάνω. Κατάφερε να νοικιάσει θέατρα στην Αθήνα, ώστε κατά καιρούς να δείχνουν τις παραστάσεις τους και στο κέντρο. Δημιούργησαν ανάλογα Φεστιβάλ για τα περιφερειακά θέατρα και άλλα πολλά. Τα πρώτα χρόνια, τα περισσότερα θέατρα λειτούργησαν πολύ καλά. Εκαναν πολύ καλές παραστάσεις και κάποια σπουδαίες. Υπήρχε οργασμός, ενθουσιασμός, ιδέες, και τα περισσότερα ΔΗΠΕΘΕ ενέπνευσαν και άλλους τοπικούς πολιτιστικούς οργανισμούς. Δεν ήταν όλα καλά. Σε κάποιες πόλεις, οι τοπικές και οι κομματικές εξουσίες θέλησαν να επέμβουν ακόμη και στο καλλιτεχνικό έργο των ΔΗΠΕΘΕ.

Με την απουσία της Μελίνας, άρχισε η συρρίκνωση της λειτουργίας των θεάτρων και μόνο μερικά συνέχιζαν αξιοπρεπώς τη δραστηριότητά τους, χάρη στις ικανότητες και τις θεατρικές εμπειρίες των καλλιτεχνικών διευθυντών και τη φροντίδα που είχαν από τον Δήμο τους. Κατά καιρούς, το ΥΠΠΟ δεν επιχορηγούσε καθόλου τα θέατρα. Για να προχωρήσει ο θεσμός των Περιφερειακών Θεάτρων, πρέπει πάνω από όλα να επιχορηγούνται καλά. Να διευθύνονται από καλλιτέχνες που να έχουν ικανή εμπειρία, να έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, ενθουσιασμό, διοικητικές γνώσεις και να καταφέρνουν να δημιουργούν σημαντικές παραστάσεις, που να απευθύνονται σε μεγάλο μέρος του λαού και όχι μόνο στους δήθεν ειδικούς.

• Φέτος είδαμε να ξεσπά ένας χείμαρρος αποκαλύψεων στο ελληνικό θέατρο. Ποια είναι η δική σας άποψη για όλα αυτά που συνέβησαν;

Αυτά που έγιναν γνωστά ήταν θλιβερά και μας στεναχώρησαν όλους. Οι υποθέσεις αυτές εκδικάζονται και περιμένουμε τις αποφάσεις.

• Είχατε ποτέ αντιμετωπίσει κάποιου είδους κακοποιητική συμπεριφορά;

Ναι. Οταν κάποιοι τραμπούκοι με γρονθοκόπησαν, ως διαδηλωτή στα περίφημα Ιουλιανά.

• Ο Οσκαρ Ουάιλντ είχε πει κάποτε: Το θεατρικό έργο ήταν επιτυχία. Το κοινό του ήταν αποτυχία. Συμβαίνει αυτό;

Κανένα έργο και παράσταση δεν απέτυχε γιατί έφταιγε το κοινό. Αν το έργο είναι συναρπαστικό, η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες των ηθοποιών ανάλογες, τότε η αίθουσα ηλεκτρίζεται και η σύνδεση μεταξύ πλατείας και σκηνής προκαλεί έξοχα συναισθήματα. Αν όλα στη σκηνή είναι λίγα και αδιάφορα, τότε στην πλατεία αρχίζουν να τρίζουν οι καρέκλες και τα δυνατά χασμουρητά να δίνουν τον τόνο της βαρεμάρας.

• Η επιτυχία απαιτεί να φλερτάρεις με το κοινό;

Το φλερτ με το κοινό σε μια παράσταση με ένα καλό έργο είναι καταστρεπτικό. Για τον ηθοποιό υπάρχει ο τέταρτος τοίχος στη σκηνή, που χωρίζει τους θεατές από τους ηθοποιούς. Η μόνη επικοινωνία μεταξύ τους πρέπει να είναι πνευματική και συναισθηματική. Μόνο στην επιθεώρηση, που είναι ένα άλλου είδους θέατρο, επιτρέπεται να υπάρχει κάποια άμεση επικοινωνία με το κοινό ή στα έργα του Μπρεχτ, που εκεί δεν τη λες και φλερτ.

• Υπάρχουν κάποιοι παλιοί σας σύντροφοι που έφυγαν από τη ζωή, που τους νοσταλγήσατε περισσότερο αυτή τη χρονιά του εγκλεισμού;

Δυστυχώς, όσο τα χρόνια περνούν, όλο και περισσότεροι φίλοι μάς αφήνουν. Από τα μαθητικά μου χρόνια έχασα τους καλύτερους φίλους. Από τα χρόνια του θεάτρου μού λείπουν πολύ η Τζένη Καρέζη, η Αλίκη, ο Νίκος Κούρκουλος και φαντάζομαι σε όλο το θέατρο η μοναδική Μελίνα. Οσο πάμε και ορφανεύουμε.

 

Κωστάκη, αν και χωριατάκι, τα κατάφερες…

• Κύριε Τσιάνο, θυμάστε την πρώτη φορά που πατήσατε το σανίδι;

Ασφαλώς και θυμάμαι! Είναι μια συγκλονιστική εμπειρία που δεν πρόκειται να σβήσει από μέσα μου. Ημουν ακόμη μαθητής στη Δραματική Σχολή (1962), όταν ο Κουν με επέλεξε να γίνω μέλος του περίφημου χορού στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη. Κάναμε επτά συναρπαστικούς μήνες πρόβα με την έξοχη χορογράφο Ζουζού Νικολούδη, πάνω στην ανυπέρβλητη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, με κοστούμια του μεγάλου Γιάννη Τσαρούχη και τη σκηνοθεσία του μέγιστου Κάρολου Κουν.

Στην πρώτη παράσταση στο Θέατρο Σάρα Μπερνάρ στο Παρίσι, η εσωτερική έξαρση, ο ενθουσιασμός, η συγκίνηση, η ανησυχία αν θα πάνε όλα καλά, έφτασαν στα ύψη. Σε όλη την παράσταση όλος ο θίασος είχε πάρει φωτιά. Και οι «Ορνιθες» πήραν το Α΄ Βραβείο. Αξέχαστη εμπειρία. Ευλογημένο το πρώτο μου βάπτισμα στη θεατρική σκηνή. Και τι σκηνή!

• Τι θα λέγατε σήμερα στον νεαρό εκείνον;

Κωστάκη, αν και χωριατάκι, φτωχαδάκι, συνεσταλμένο μα πεισματωμένο παιδί, άφησες τη Λάρισα και πήγες για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα να υπηρετήσεις την τέχνη του θεάτρου. Ηταν πολύ δύσκολα, αλλά με την αφοσίωσή σου, τελικά, τα κατάφερες!

Πηγή: efsyn.gr

Μοιράσου το άρθρο