Παρουσιάζεται το βιβλίο του Στέλιου Τσιανίκα «Ζωντανή Μνήμη» στο Χατζηγιάννειο

Μετά την μεγάλη επιτυχία που είχε η παρουσίαση του βιβλίου του Στέλιου Τσιανίκα «Ζωντανή Μνήμη» που έγινε τον περασμένο Αύγουστο στην Ανατολή της Αγιάς, αποφασίστηκε η παρουσίαση του βιβλίου να γίνει και στη Λάρισα, στο Χατζηγιάννειο Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο, την Παρασκευή 13 Ιανουαρίου στις 19:00.

Την παρουσίαση του βιβλίου διοργανώνει η Αντιδημαρχία Πολιτισμού και Επιστημών του Δήμου Λαρισαίων, ο Σύλλογος Ανατολιτών «Ιωάννης Πρόδρομος» και το Βιβλιοπωλείο «Παράθυρο στον κόσμο».

Για το βιβλίο θα μιλήσουν:

– Ο ιερέας Π.Ρίζος Κομήτσας

– Ο ιατρός Έκτωρας Νασιώκας

– Ο δάσκαλος Κώστας Κακαβάκης.

Αποσπάσματα του βιβλίου θα διαβάσει η ηθοποιός και βουλευτής Άννα Βαγενά.

Γράφει ο Στέλιος Τσιανίκας στον πρόλογο του βιβλίου του:

«Αναλαμβάνω την ευθύνη να ερευνήσω και να καταγράψω το πολιτικό, πολιτιστικό και αισθητικό περιουσιολόγιο του χωριού μου. Αυτό αισθάνθηκα ότι έπρεπε να κάνω γιατί όπως μας λέει ο σοφός Γιώργος Σεφέρης: «Είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά». Το βιβλίο είναι βασισμένο στις μνήμες των γερόντων της Ανατολής, οι οποίοι έζησαν το χωριό τους στην μεγάλη του ακμή ως πολυάριθμο και παραγωγικό κεφαλοχώρι της επαρχίας Αγιάς.

Η μεγάλη ακμή της Ανατολής ανακόπτεται από τα φοβερά γεγονότα του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου σπαραγμού. Ο συγγραφέας του βιβλίου, 40 χρόνια βιβλιοπώλης, γνωρίζει την βιβλιογραφία που αναφέρεται στις περιοχές της διακεκαυμένης αυτής περιόδου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Παρ΄ όλα αυτά μένει έκπληκτος από τις περιγραφές των γερόντων της Ανατολής.

Από τα πακτωμένα πηγάδια της ψυχής τους βγαίνουν οι μνήμες, οι εμπειρίες, τα βιώματα. Μερικά από αυτά τα γεγονότα είναι μοναδικά και συγκλονιστικά.

Η αιχμαλωσία του Ανθυπολοχαγού Δημήτρη Ιωαννίδη από τους αντάρτες, τα Θεοφάνεια του 1947, είναι συναρπαστική. Ο Ιωαννίδης, μετά από μάχες που γίνονται μέσα στο χωριό, αιχμαλωτίζεται, αλλά ελευθερώνεται από τον Στέργιο Πράττο, με τον οποίο ήταν συμφοιτητές στο Πολυτεχνείο. Οι αντάρτες που είχαν στα χέρια τους τον Ιωαννίδη, ήταν αδύνατο φυσικά να προβλέψουν ότι ο αξιωματικός αυτός, 27 χρόνια μετά, θα προκαλούσε στη χώρα την μεγαλύτερη εθνική τραγωδία, μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Δηλαδή την τραγωδία της Κύπρου, γιατί οργάνωσε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου.

Η συνάντηση μάνας και κόρης, στο κέντρο της Λάρισας, όπου η μάνα αναφέρει στην κόρη της την εκτέλεση του αδελφού της, ενώ η κόρη αναφέρει στην μάνα της τον θάνατο της αδελφής της στο βουνό.

Η τραγωδία της Λούκενας. Η οποία χάνει 3 παιδιά. Βάφει το σπίτι της μαύρο με καρβουνόσκονη, ενώ τα βράδια κάθεται στον κορμό μιας καρυδιάς ατενίζοντας τους ορίζοντες ακίνητη «ως να απελιθώθη».

Η δύναμη και η αποφασιστικότητα της Λένως. Βρίσκει τον άνδρα της κρεμασμένο σε μια ελιά στο Μεταξοχώρι. Τον ξεκρεμάει. Ψάχνει απεγνωσμένα να βρει εργαλεία να θάψει τον αγαπημένο της.

Η αντάρτισσα Χρυσάνθη γεννά την κόρη της στον Κίσσαβο. Η μικρή ενοχλεί με το κλάμα της την ομάδα των καταδιωκομένων ανταρτών. Καταδικάζεται σε θάνατο. Ο αντάρτης Γιάννης Μαρούδας αντιστέκεται. Παίρνει την μάνα και το μωράκι και τις φυγαδεύει.

Η βαρβαρότητα του εμφυλίου πολέμου κορυφώνεται με τη δολοφονία της 39χρονης μάνας και της 12χρονης κόρης της. Η ψυχή των δολοφόνων έχει υποστεί τέτοια στρέβλωση, που αφού δολοφονούν, αφήνουν τα άψυχα σώματα μάνας και κόρης άθαφτα, βορά των πεινασμένων λύκων του Κισσάβου. Ο συγγραφέας τότε βρίσκει τη δύναμη για να περιγράψει αυτές τις συγκινητικές μαρτυρίες, στον παρηγορητικό λόγο του Ευαγγελιστή Ματθαίου:

«Μη δώτε το άγιον τοις κυσίν

μηδέ βάλατε τας μαργαρίτας υμών

έμπροσθεν των Χοίρων»

Αυτές είναι μερικές από τις περιπτώσεις που αναγράφονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Εκείνο πάντως που ο συγγραφέας τονίζει περισσότερο είναι ο θρήνος των γυναικών, όπως συμβαίνει πάντα στην ελληνική παράδοση.

Από τα βάθη της ελληνικής μυθολογίας όπου δεσπόζει ο θρήνος της Νιόβης, ως τα Ομηρικά έπη και τους μεγάλους τραγικούς η γυναικεία παρουσία θρηνεί και οδύρεται.

Στο δεύτερο μέρος, ο Στέλιος Τσιανίκας αναζητώντας τον τρόπο να ισορροπήσει κάπως τα δυνατά συναισθήματα της οδύνης που προκαλούν τα γεγονότα που περιγράφονται, καταφεύγει στην περιγραφή της πορείας και του βίου των διαπρεπών συγχωριανών του.

Στο τέλος, με τον επίλογο του βιβλίου, εναποθέτει το μέλλον του χωριού του, – που θα μπορούσε να είναι το χωριό όλων μας, – στα σπουδαγμένα και αρματωμένα, με γνώσεις και δεξιότητες, νέα παιδιά. Αυτή τη στιγμή η χώρα διαθέτει την πιο αρματωμένη γενιά όλων των εποχών.

Μοιράσου το άρθρο