Πόσο συνέβαλε η Λάρισα και η Θεσσαλία στην Επανάσταση του 1821;

Σύμφωνα με όσα γράφει ο Κώστας Σπανός, εκδότης του “Θεσσαλικού ημερολογίου” η συμβολή της Λάρισας και κατ’ επέκταση της Θεσσαλίας στην ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν πολύμορφη και και αρκετά σημαντική. Όπως αναφέρει ο γνωστός Ακαδημαϊκός:

Η απελευθέρωση της Ελλάδας υπήρξε ένα συλλογικό έργο,
µία κοινή προσπάθεια ενός τυραγνισµένου λαού, ο οποίος
αποφάσισε να αποτινάξει τον ζυγό του βάρβαρου Ασιάτη, για
να χαρεί ό,τι χαίρονταν οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί. Η Ιστορία
αποτίµησε την συµβολή όλων των διαµερισµάτων της χώρας
στον µεγάλο αγώνα, αλλά οι συγγραφείς έστρεψαν το βάρος
τους κυρίως στα ελεύθερα διαµερίσµατα της χώρας µας,
αναφέροντας µε λίγες γραµµές την συµβολή των βόρειων
διαµερισµάτων, τα οποία παρέµειναν υπό τον οθωµανικό ζυγό.
Στην περίπτωση αυτή ανήκει και η Θεσσαλία, η συµβολή της
οποίας στον αγώνα αποδίδεται εν είδει τηλεγραφήµατος. Η
µελέτη, όµως, τόσο του Αρχείου των Αγωνιστών της Εθνικής
Βιβλιοθήκης και των φακέλων µε τα αριστεία των Γενικών
Αρχείων του Κράτους, όσο και άλλων πηγών δίνει µία πολύ
διαφορετική εικόνα, µία εικόνα µεγάλης συµµετοχής των
Θεσσαλών, όχι µόνο των ορεινών περιοχών, αλλά και των
πεδινών, παρά την ύπαρξη στη Λάρισα και στα Τρίκαλα
µεγάλων µονάδων του οθωµανικού στρατού.
Η διάθεση των Θεσσαλών για αποτίναξη του ζυγού δεν
εκδηλώθηκε στις παραµονές του 1821, αλλά πολύ νωρίς, ήδη
στις αρχές του 15ου αιώνα και συνεχίσθηκε µε επαναστατικά
κινήµατα τον 17ο και τον 19ο αιώνα.

Για τον θεσσαλικό χώρο η οθωµανική κατοχή άρχισε το
1386/1387, όταν έφθασαν στη Λάρισα ο Χαϊρεντίν και Εβρενός
πασάς, και το 1393/1396 στα Τρίκαλα, έδρα τότε του
ελληνοσερβικού βασιλείου, ακολουθούµενοι από τον σουλτάνο
Βαγιαζίτ Α΄. Όταν ο Βαγιαζίτ υπέστη συντριβή στην Άγκυρα,
το 1402, από τους Μογγόλους του Ταµερλάνου, οι Θεσσαλοί
ανάσαναν και νόµισαν πως βρήκαν την ευκαιρία να
αποτινάξουν τον ζυγό. Έτσι, λοιπόν, στο χρονικό διάστηµα
µεταξύ της 11ης Ιουλίου και 30ής Σεπτεµβρίου 1404, οι
κάτοικοι του Φαναρίου, µιας σηµαντικής και οχυρής για την
εποχή δυτικοθεσσαλικής πόλης, βρήκαν την ευκαιρία και
επαναστάτησαν.
Το γεγονός αυτό απαθανάτισε ένα σύντοµο χρονικό, µία
ενθύµηση, σύµφωνα µε την οποία «η απιστία [=επανάσταση]
του Φαναρίου µετά του Χαντζαλή γέγονεν εν µηνί Ιουλίω εις
τας ια΄, εν έτει  [6912=1404]». Μαζί µε τους Φαναριώτες
επαναστάτησαν και άλλοι Θεσσαλοί, όπως αναφέρει µία άλλη
ενθύµηση της ίδιας περιόδου: «έτους ιβ΄ εγίνη η απιστία της
Μεγάλης Βλαχίας», δηλαδή της Θεσσαλίας. Οι δύο αυτές
ενθυµήσεις, γνωστές στη βιβλιογραφία, παρά την συντοµία
τους, δείχνουν πόσο πρώιµη υπήρξε η επιθυµία των Θεσσαλών
για αποτίναξη του ζυγού.

Το µικρό αυτό επαναστατικό κίνηµα των Θεσσαλών, όπως
ήταν φυσικό, καταπνίχτηκε σύντοµα, µόλις εξέλειπε ο
µογγολικός κίνδυνος για τους Οθωµανούς. Στην καρδιά, όµως,
των Θεσσαλών κρυφόκαιγε ο πόθος για ελευθερία, ο οποίος
βρήκε πρόσφορο έδαφος για να εκδηλωθεί δύο, ακριβώς, αιώνες
αργότερα, υπό την καθοδήγηση ενός άξιου κληρικού και
ένθερµου πατριώτη, του µητροπολίτη της Λάρισας ∆ιονυσίου
του Φιλοσόφου. Ο ∆ιονύσιος, σε µία εποχή που ο Ελληνισµός
είναι βυθισµένος στο πυκνό σκοτάδι του οθωµανικού
απολυταρχισµού, σήκωσε το ανάστηµά του, εναντίον του
κατακτητή, πλαισιωµένος από υφισταµένους του επισκόπους
και από πολλούς θεσσαλούς αγωνιστές, το 1600. Η προσπάθεια
αυτή, όπως είναι γνωστό, απέτυχε, αλλά ο ∆ιονύσιος κατέφυγε
στη ∆ύση για βοήθεια και αποτόλµησε ένα δεύτερο
επαναστατικό κίνηµα, το 1610-1611, καλύτερα οργανωµένο
αυτή τη φορά. Όµως, παρά τις πολλές επιτυχίες στον
ηπειροθεσσαλικό χώρο, το τέλος της επανάστασης υπήρξε
άδοξο και το δικό του τραγικό. Για µία φορά ακόµα οι
Θεσσαλοί υπέστησαν τα πάνδεινα, από την εκδικητική µανία
των Οθωµανών.
Τα γεγονότα αυτά και η ανυπαρξία κάποιας ηγετικής
φυσιογνωµίας στο χώρο είχαν ως αποτέλεσµα να µην υπάρξει
κάποια σκέψη για συλλογική δράση για όλο τον 17ο αιώνα.

Παρόλα αυτά, ο περίφηµος κλεφταρµατολός Μεϊντάνης, κατά
την διάρκεια του τουρκοβενετικού πολέµου του 1684, τάχθηκε
µε τους άνδρες του, πολλοί από τους οποίους ήταν Θεσσαλοί,
στο πλευρό του Μοροζίνι και κατά των Οθωµανών. Το
ανυπότακτο πολλών Θεσσαλών θα γίνει αιτία να ανδρωθεί το
κίνηµα του κλεφταρµατολισµού στα βουνά της περιοχής, στα
οποία αναφέρεται ότι δρούσε και ο Μεϊντάνης, στις τελευταίες
δεκαετίες του 17ου αιώνα, καθώς συνελήφθηκε στο Γαρδίκι του
Ασπροποτάµου. Ο αριθµός των θεσσαλών κλεφταρµατολών
είναι πολύ µεγάλος και δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ.
Η συµµετοχή των Θεσσαλών στα Ορλωφικά επιβεβαιώνεται
από τις βιαιότητες των Τουρκαλβανών στα Τρίκαλα και στη
Λάρισα, κυρίως, όπως µας πληροφορούν οι ενθυµήσεις της
εποχής. Χιλιάδες Τρικαλινοί και Λαρισαίοι δολοφονήθηκαν και
εκατοντάδες σπίτια λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν.
Η τελευταία, πριν από το 1821, προσπάθεια των Θεσσαλών
για αποτίναξη του οθωµανικού ζυγού σηµειώθηκε στην περιοχή
της Καλαµπάκας, το 1808. Ο παπάς και αρµατολός ενός
τµήµατος των Χασίων Θύµνιος Βλαχάβας, ηγετική
φυσιογνωµία του θεσσαλικού κλεφταρµατολισµού,
αµφισβήτησε την παντοδυναµία του σατράπη Αλή πασά και θα
είχε καλό αποτέλεσµα το κίνηµά του εάν δεν λιποψυχούσε ο
αρµατολός του Μετσόβου. Το κίνηµά του, την εποχή που
µεσουρανούσε η δύναµη του Αλή πασά, ήταν
παρακινδυνευµένο, αλλά, τόσο αυτός και ο αδερφός του
Θοδωράκης, όσο και οι θεσσαλοί συµπολεµιστές του ήταν
αποφασισµένοι να πεθάνουν για την ελευθερία του τόπου τους.

Η συµµετοχή των Θεσσαλών στο κλεφταρµατολικό κίνηµα
είναι πολύ µεγάλη, καθώς το δείχνουν τα στοιχεία: τον 16ο
αιώνα, την εποχή του Σουλεϊµάν Α΄, δηµιουργήθηκαν 15
αρµατολίκια στον ελλαδικό χώρο, από τα οποία τα 5
βρίσκονταν στη Θεσσαλία. Ο µεγάλος αριθµός των
αρµατολικίων δείχνει την έκταση που είχε λάβει εδώ η
αµφισβήτηση της οθωµανικής δεσποτείας. Με το πέρασµα του
χρόνου, λόγω των αφόρητων πιέσεων, ο αριθµός των
κλεφταρµατολών αυξήθηκε σηµαντικά, µε αποτέλεσµα, στα
τέλη του 18ου αιώνα, τα κόλια, δηλαδή οι υποδιαιρέσεις των
αρµατολικίων, να αναδειχθούν σε νέα αυτοτελή αρµατολίκια,
να γίνουν κέντρα εκπαίδευσης αγωνιστών και να δηµιουργηθεί
έτσι ένα καλογυµνασµένο τµήµα έτοιµο να προσφέρει,
αργότερα, τις υπηρεσίες του στο επαναστατηµένο Έθνος. Είναι
γνωστή η δράση του Ζήδρου, του Λιάκου, του Τσιάρα, του
Ταµπάκη, του Ψείρα, του Μάνταλου, του Βλαχάβα, του
Μπασδέκη, του Βελέντζα, του Ζορµπά, του Στορνάρη, του
Ζαχείλα και του ελασσονίτη κλεφταρµατολού και πειρατή
συγχρόνως Νικοτσάρα και των συντρόφων του, οι οποίοι, όχι
µόνο αµφισβήτησαν έντονα την οθωµανική κυριαρχία, αλλά
είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόµος των κατακτητών.

Το επαναστατικό πνεύµα του Ρήγα και η δράση της Φιλικής
Εταιρείας συνέγειραν πολλούς Θεσσαλούς, µε πρώτο και
καλύτερο τον Άνθιµο Γαζή, οι οποίοι ενστερνίστηκαν το όραµά
τους και πήραν τα όπλα στα χέρια για να ζήσουν ελεύθεροι.
Στην επανάσταση της Μολδοβλαχίας, όπως είναι γνωστό,
συµµετείχε και ο Γεωργάκης Ολύµπιος µε θεσσαλούς
πολεµιστές, µε το γνωστό ηρωικό τέλος του. Ευκαιριακά να
αναφέρω εδώ τον θεσσαλό φιλικό, ιερολοχίτη και µετέπειτα
αξιωµατικό του 21 Γιάννη Παναγιώτη Καραγιάννη.
Επειδή στη Λάρισα και στα Τρίκαλα υπήρχαν µεγάλες
µονάδες οθωµανικού στρατού, οι Θεσσαλοί επαναστάτησαν
λίγο αργότερα από τους Έλληνες των νότιων διαµερισµάτων.
Στις 7 Μαΐου του 1821 επαναστάτησε το Πήλιο. Τα
γεγονότα εδώ και στο Βελεστίνο ενόχλησαν τους πασάδες της
Λάρισας και κατέφθασαν µε ισχυρές δυνάµεις, κατά πολύ
υπέρτερες των επαναστατών. Η πολιορκία του κάστρου του
Βόλου, από τους επαναστάτες, ο τραυµατισµός των αρχηγών
τους και η αποχώρηση των υδραίικων πλοίων από την περιοχή
του Βόλου οδήγησε το εγχείρηµά τους σε αποτυχία. Η εκδίκηση
του ∆ράµαλη και του συρφετού, ο οποίος τον ακολουθούσε,
υπήρξε σκληρότατη. Σε σχετική ενθύµηση αναφέρονται τα
εξής: «Ἐτοῦτον τόν κερόν ἰ Ροµέι τά έβαλαν µε τίν
Τουρκιάν κε σίκοσαν µπαϊράκι η Μακρινίτζα κι άλα
χουργια κ ίρθε ασκέρ τούρκικο πολί κ έβαλε φουτιά σ
εκλισιές κέ σπίτχια, κρέµασι κόζµο κι ρίµακσι ου τόπος.
στούν Κλινοβο σφάχτικαν γνέκις κι πιδγιά κι στίν
Ανµούτζα κρέµασι ο Μαχµούτ πασιάς ἴκοσι νοµατέους».

Τα γεγονότα στην περιοχή της Μαγνησίας επηρέασαν
και τους κατοίκους της Αγιάς, όπου σηµειώθηκαν, για ένα
δεκαήµερο, αψιµαχίες στα γύρω χωριά της, από τις 14
Μα2ου 1821 και εξής. Σε σχετική ενθύµηση της εποχής
αναφέρονται τα εξής, άγνωστα µέχρι πρότινος στην
ιστοριογραφία: «από τους 1821 άρχησι του σηφέρι και
πολύµησαν υ Τούρκυ στου Τζυκυρι και ης Αθανάτου,
Τορκοχώρι και έκατζαν υµερις 10 και τους εφυλαγάµι
όλους. Μηνί Μα9ου 14 έγυνε πολυµος και πάυσαν στι
Μακρινίτζα υ Τουρκυ. µε το Μαχµούτ πασια και την
χάλασαν και την έκαψαν και έκαψαν και τας εκλυσίες και
πίραν και σκέβη και πουτηρηα άγια και τα πουλούσαν στι
Λάρισα».

Η επανάσταση στη Μαγνησία και στην επαρχία της Αγιάς
είχε άδοξο τέλος, όµως βοήθησε στην εδραίωσή της στη Νότια
Ελλάδα, καθώς ο ∆ράµαλης αναγκάσθηκε να εγκατασταθεί στη
Μηλίνα, όλο το καλοκαίρι του 1821, για να εµποδίσει την
αναθέρµανση του κινήµατος, οπότε καθυστέρησε να οδεύσει
προς την Νότια Ελλάδα, παρέχοντας έτσι πολύτιµο χρόνο για
καλύτερη αντιµετώπιση της κατάστασης στην Πελοπόννησο.
Στην περιοχή των Τρικάλων η επανάσταση εκδηλώθηκε στις
5 Ιουλίου 1821, µε πρωτεργάτη τον αρµατολό Νικολό
Στουρνάρη. Στα γεγονότα που σηµειώθηκαν στην Πύλη, οι
οθωµανικές δυνάµεις των Τρικάλων, οι οποίες στράφηκαν
εναντίον των επαναστατών ήταν πολύ µεγαλύτερες µε
αποτέλεσµα να ηττηθούν οι επαναστάτες και να αποτραβηχτούν
στα ορεινά χωριά του Ασπροποτάµου, όπου σηµειώθηκαν
επίσης µάχες µε τους Οθωµανούς των Τρικάλων. Μία σχετική
ενθύµηση µας πληροφορεί ότι το «1821 Ioυλίου :5: τό ἐσικόσέ
ὁ καπτα@Νηκολός / Στορναρής καί εσκοτοσέ τούς
Αρβανητής εις Ἰουλίου :14: / τον ανηκήσαν και εκαψάν
Πόρτα και ∆ραµήζι / καί Τύρνα». Ο Στορνάρης θα µεταβεί
από εκεί στη ∆υτική Στερεά και θα υπερασπισθεί το
πολιορκηµένο Μεσολόγγι, όπου έπεσε το βράδι της ηρωικής
εξόδου.
Στην περιοχή της Καρδίτσας, συµπλοκές σηµειώθηκαν στα
ορεινά, στα χωριά γύρω από την σηµερινή λίµνη του Πλαστήρα,
όπως αναφέρουν στα έγγραφά τους αγωνιστές καταγόµενοι από
την περιοχή αυτή. Μετά την ήττα τους, οι αγωνιστές
επάνδρωσαν τα σώµατα του Ευρυτάνα αρχηγού Κώστα Βελή
και του Καραϊσκάκη, συµµετέχοντας στις µάχες στις οποίες
πρωταγωνίστησε ο τελευταίος.

Ο Όλυµπος, το χιλιοτραγουδισµένο ενδιαίτηµα αµέτρητων
κλεφταρµατολών, ευρισκόµενος µεταξύ δύο µεγάλων
οθωµανικών στρατιωτικών κέντρων, της Θεσσαλονίκης και της
Λάρισας, επαναστάτησε µε κάποια καθυστέρηση, τον Μάρτιο
του 1822. Τα γεγονότα άρχισαν από την πλευρά της Πιερίας και
συνεχίστηκαν στην πλευρά της Ελασσόνας, µε αψιµαχίες στον
ορεινό Κοκκινοπλό, όπου νίκησαν τους επαναστάτες οι
Οθωµανοί, που έσπευσαν από το γειτονικό Λιβάδι, και
προέβησαν σε λεηλασίες και πυρπολήσεις. Σε σχετική
ενθύµηση αναφέρεται ότι στα «1822 Μαρτίου 24, ηµέρα
Παρασκευή, ήλθε το ασκέρι στο χωριό [στον Κοκκινοπλό] και
το διαγούµησε όλο το βιο και βρήκαν όλες τις κρυψάνες και
έκαψαν και την εκκλησία µε όλα τα σπίτια». Η επάνασταση και
εδώ είχε άδοξο τέλος. Οι επαναστάτες, διά µέσου των Χασίων
πέρασαν στην Πίνδο και από εκεί στην επαναστατηµένη Νότια
Ελλάδα. Οι κάτοικοι της επαρχίας υπέφεραν για µεγάλο χρονικό
διάστηµα από τα διερχόµενα οθωµανικά στρατεύµατα, καθώς
µαρτυρούν σχετικές καταγραφές σε κώδικες της Μονής
Ολυµπιώτισσας της Ελασσόνας. Η δράση του σκληρού
Αµπουλουµπούτ πασά της Θεσσαλονίκης δηµιούργησε µεγάλη
αναστάτωση σε όλη την επαρχία, µε αιχµαλωσίες, λεηλασίες,
δολοφονίες και άλλες βιαιότητες.
Η αποτυχία του πρώτου κινήµατος στη Μαγνησία δεν
αποθάρρυνε τους κατοίκους της περιοχής. ∆ύο χρόνια
αργότερα, τον Απρίλιο του 1823, επαναστάτησαν και πάλι,
έχοντας ως αρχηγούς µακεδόνες και θεσσαλούς καπεταναίους.

Ο Ρεσίτ Κιουταχής πασάς, ο οποίος κατέφθασε στην περιοχή
από τη Λάρισα µε ισχυρές δυνάµεις, καπέπνιξε το κίνηµα,
κατέστρεψε πολλούς οικισµούς του Πηλίου και αιχµαλώτισε
πολλούς κατοίκους, τους οποίους µετέφερε στην Αγιά και τους
πούλησε ως δούλους. Σε σχετική ενθύµηση αναφέρονται τα
εξής: «Έτος 1823. τότη ήταν πόλυµος περισός στου Μοριά και
στα Τρίκυρι κά πάυσαν υ Τούρκυ δηα Τρίκυρι και χάλασαν
Λαύκο και Προµίρι και την αργαλαστή και ύφεραν γινέκις και
πιδήα µε τ’ αµάξια στιν Αγιά, στου χάνη και τους πουλούσαν
τους άλους Τούρκους και στι Ρέτζανη οµήος και υστι Λάρισα
υφεραν ψηχές 800 αντρι 135 και τους έκοψαν τους άντρι».
Οι επαναστάτες αποτραβήχτηκαν στο Τρίκερι, όπου, µε
αρχηγό τον Καρατάσο κέρδισαν λαµπρές νίκες, τον Μάιο και
Ιούνιο του 1823, εναντίον των δυνάµεων του Κιουταχή. Οι
επαναστάτες, παρόλα αυτά, µένοντας αβοήθητοι από την
επαναστατική κυβέρνηση, αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν
και να αποτραβηχτούν στις Σποράδες. Με τον καιρό, µετέβησαν
στη Στερεά και στην Πελοπόννησο, πλαισιώνοντας τα σώµατα
γνωστών τους και µη αρχηγών και συµµετέχοντας σε πολλές
µάχες και ναυµαχίες.

Η ακριβής συµβολή των Θεσσαλών στην απελευθέρωση των
νότιων διαµερισµάτων της χώρας µας δεν έχει εκτιµηθεί
δεόντως, καθώς δεν έχει αξιοποιηθεί ο αρχειακός πλούτος, ο
οποίος περιµένει τους ερευνητές που ασχολούνται µε την
περίοδο αυτή της Ιστορίας να παρουσιάσουν όλα τα σωζόµενα
έγγραφα. Αρκούν µόνο λίγες αναφορές για να προσδιορίσουν το
εύρος της συµµετοχής τους. Το πολιορκηµένο Μεσολόγγι το
υπερασπίστηκαν, µεταξύ των άλλων, και 600 Ασπροποταµίτες,
άνδρες του αρχηγού Νικολού Στορνάρη, του γαµπρού του
Γρηγόρη Λιακατά, από το Κλεινό της Καλαµπάκας, και του
Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, από το Βετερνίκο-Νεραϊδοχώρι
του Ασπροποτάµου. Ο Λιακατάς, στα 27 του, έπεσε
υπερασπιζόµενος ηρωικά τον Ντολµά και ο Στορνάρης, ο
οποίος είχε ορισθεί φρούραρχος της πόλης, έπεσε την βραδιά
της εξόδου. Λίγο πριν από την έξοδο είχαν µείνει µαζί του 70
Ασπροποταµίτες, από τους οποίους επέζησαν µετά την έξοδο
µόνο 17, µε τον Χατζηπέτρο, ο οποίος είχε ορισθεί αρχηγός της
φρουράς της Κλείσοβας. Σηµειωτέον ότι πολιορκηµένος στο
Μεσολόγγι βρισκόταν και ο Τσαριτσανιώτης επίσκοπος Ιωσήφ
των Ρωγών, ο οποίος, κατά την έξοδο επέστρεψε µε άλλους
στην πόλη, αγωνίσθηκε σκληρά και τελικά αιχµαλωτίσθηκε και
τον κρέµασαν οι Οθωµανοί στον Ανεµόµυλο.
Οι Ασπροποταµίτες των δύο αρχηγών, µετά τον θάνατο
εκείνων, ακολούθησαν στη συνέχεια τον συµπατριώτη τους
Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, συµµετέχοντας σε πολλές µάχες, στο
Νεόκαστρο, στο ∆ίστοµο, στην Αράχωβα και αλλού. Μερικοί,
µάλιστα, πρόσφεραν στον Αγώνα και οικονοµική βοήθεια, όπως
αναφέρεται σε σχετικό αποδεικτικό της εν Σαλαµίνι Εφορίας: «
Οι Βλάχοι Ασπροποταµίται εµέτρησαν εις τον έρανόν τους
γρόσια 3.000».

Μετά την δηµιουργία του ελληνικού κράτους, για να
αποφύγουν τα αντίποινα των Οθωµανών, οι Ασπροποταµίτες,
όπως και οι άλλοι Θεσσαλοί, δεν επέστρεψαν στα χωριά τους.
Εγκαταστάθηκαν στη Φθιώτιδα, όπου τους συναντούµε σε
έγγραφα µέχρι το 1862, τουλάχιστον. Το 1833, 354 από αυτούς
συµπεριλαµβάνονται σε έναν ονοµαστικό κατάλογο απονοµής
αριστείων από την τότε κυβέρνηση.
Στον ναυτικό αγώνα, η συµµετοχή των Θεσσαλών, κυρίως
των Μιτζελιωτών, δεν ήταν αµελητέα. Είναι γνωστοί οι αδελφοί
Καλαµιδαίοι, ο Σίσκος και ο Γριζάνος για την πολυποίκιλη
δράση τους. Μεταξύ των θεσσαλών ναυµάχων,
συµπεριλαµβάνεται και ένας πυρπολητής, ο Ζαγοριανός
Γιώργος Καραγιαννόπουλος, ο οποίος συµµετείχε στις
ναυµαχίες του Μεσολογγίου, της Κρήτης και των Κυθήρων.
Στα ΓΑΚ και στο Αρχείο των Αγωνιστών της ΕΒΕ υπάρχουν
κατάλογοι µε τα ονόµατα πολλών θεσσαλών αγωνιστών, οι
οποίοι µέχρι το 1865 ζητούσαν κάποια οικονοµική αρωγή από
το κράτος, προκειµένου να µην µετατραπούν, πολλοί από
αυτούς, σε επαίτες. Μεταξύ αυτών συµπεριλαµβάνονται και δύο
αλλόθρησκοι: ο Αλβανός Αρβανιτογιάννης, κάτοικος της
Ζαγοράς που αλλαξοπίστησε, και ο Οθωµανός Χασάν
Μπασαρίς, κάτοικος της Λάρισας και µετέπειτα επαίτης στην
Άµφισσα.
Η πρώτη ελληνοτουρκική µεθόριος άφησε εκτός του
ελληνικού κράτους την Θεσσαλία, γεγονός το οποίο λύπησε
τους Θεσσαλούς, αλλά δεν έκαµψε το φρόνηµά τους. Έτσι
σηµειώθηκαν άλλες δύο επαναστάσεις: το 1854 και το 1878,
στις οποίες συµµετείχαν και οι επιζώντες Θεσσαλοί στη
Φθιώτιδα και στην Αττική. Στην επανάσταση του 1854, µεταξύ
των άλλων Θεσσαλών συµµετείχε και ο Νάσιος (Αθανάσιος)
Μάνταλος, υπέργηρος 110 ετών, αρµατολός των Χασίων ήδη
από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα.
Εάν διαβάσουµε τους ονοµαστικούς καταλόγους, µε τους
πολυάριθµους Θεσσαλούς, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στη
Φθιώτιδα, στην Εύβοια και στην Αττική, οι οποίοι συντάχθηκαν
για την εκλογή πληρεξουσίων των Εθνοσυνελεύσεων του 1843
και του 1862, θα διαπιστώσουµε, και µε τα προεκτεθέντα, ότι η
συµβολή της Θεσσαλίας, στην απελευθέρωση της
Πελοποννήσου και της Στερεάς και εποµένως στη δηµιουργία
του ελεύθερου ελληνικού κράτους υπήρξε αρκετά σηµαντική,
όπως και των άλλων διαµερισµάτων της χώρας µας. Εποµένως,
τα βιβλία της Ιστορίας, κυρίως τα σχολικά, πρέπει να
αναφερθούν µε περισσότερη έκταση στη Θεσσαλία, στο
κεφάλαιο Επανάσταση του 1821, κάνοντας ειδική µνεία στους
θεσσαλούς αγωνιστές, που βρέθηκαν πολύ µακριά από τον τόπο
τους και αποτέλεσαν τους µόνιµους πολεµιστές των ποικίλων
αρχηγών.

Ποιος είναι ο Κώστας Σπανός

Ο Κώστας Β. Σπανός γεννήθηκε στη Δεσκάτη το 1943. Ασχολείται με ιστορικά, γλωσσικά και λαογραφικά θέματα της Θεσσαλίας και εκδίδει το περιοδικό Θεσσαλικό Ημερολόγιο με ανάλογο περιεχόμενο.

Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Θεσσαλονίκης και υπηρέτησε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση από το 1965 έως το 1997. Από το 1968 ασχολείται με την ιστορία της Θεσσαλίας. Έχει δημοσιεύσει, μέχρι τώρα, 539 μελέτες και άρθρα σε διάφορα περιοδικά τοπικής ή πανελλήνιας κυκλοφορίας (Μακεδονικά, Ελληνική Διαλεκτολογία, Ονόματα, Παρνασσός, Μικρασιατικά Χρονικά, Αιολικά Γράμματα, Θρακικά Χρονικά, Μακεδονικό Ημερολόγιο, Διαγώνιος) και σε τοπικές εφημερίδες και έχει συμμετάσχει σε 160 ιστορικά συνέδρια και ημερίδες.

Για τις γλωσσικές και λαογραφικές μελέτες του τιμήθηκε με έπαινο και δύο βραβεία από το Κέντρο Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας και τη Γλωσσική Εταιρεία της Ακαδημίας, και με έπαινο από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 2000 βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την ενασχόλησή του με την Θεσσαλική Ιστορία και την έκδοση του Θεσσαλικού Ημερολογίου, το οποίο εκδίδει στη Λάρισα από το 1980, με 75 τόμους έως τώρα.. Το 2017 τον τίμησε η Περιφέρεια της Θεσσαλίας για την προσφορά του στην Ιστορία και στον Πολιτισμό της Θεσσαλίας.

Είναι μέλος του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας και της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας.

Μοιράσου το άρθρο