“Το βραχιόλι της φωτιάς”: Το βιβλίο της Λαρισαίας Μπέτυς Μαγρίζου που έγινε σίριαλ στην ΕΡΤ

Το δράμα της εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 ως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί, μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη και προβάλλεται από την  ΕΡΤ κάθε Σάββατο στις 22:00

 

Ενα και μόνο νούμερο, το 116257, χαραγμένο στο μπράτσο ενός από τους 1.500 επιβιώσαντες Εβραίους της Θεσσαλονίκης μετά τη μαζική εξόντωσή τους από τους ναζί ήταν η απτή απόδειξη της άγνωστης αλλά οδυνηρά αληθινής περιπέτειας του Ιωσήφ Σαΐας. Πρόκειται για την ιστορία του πατέρα της συγγραφέως Βεατρίκης Σαΐας Μαγρίζου -ο οποίος βρέθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, πέρασε τα πάνδεινα, έγινε πειραματόζωο του Μένγκελε και τελικά βγήκε ζωντανός από θαύμα- μεταγραμμένη σε μυθιστόρημα με τον τίτλο «Το βραχιόλι της φωτιάς» (εκδόσεις Καστανιώτη) με στόχο να μεταφέρει όχι μόνο την οδυνηρή ιστορία αυτών των ανθρώπων, αλλά κυρίως να δώσει ένα μήνυμα ανθρωπιάς και ελπίδας.

Στο βιβλίο η συγγραφέας αφηγείται το αδιανόητο έπος μιας εβραϊκής οικογένειας που μεγαλούργησε στη Θεσσαλονίκη των αρχών του αιώνα, βίωσε τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και κατόπιν τους απανωτούς διωγμούς, για να βρεθεί τελικά αποδεκατισμένη να θρηνεί τους νεκρούς της και να τιμά τους ελάχιστους ζωντανούς που έμειναν να μεταφέρουν τις απίστευτες ιστορίες τους.

Η μυθιστορηματικά γραμμένη αλλά πραγματική ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και της οικογένειας Σαΐας (Κοέν στο βιβλίο) ενέπνευσε και το ομώνυμο σίριαλ που άρχισε μόλις να προβάλλεται με μεγάλη επιτυχία από την ΕΡΤ, με τη φήμη του να φτάνει έξω και πέρα από τα σύνορα αφού ήδη έχει κερδίσει αναφορές στον διεθνή Τύπο όπως στην εφημερίδα «Le Monde».

 

H πυρκαγιά του 1917

Οι σπαρακτικές περιγραφές δεν αρχίζουν με το Ολοκαύτωμα, αλλά στις αρχές του αιώνα ενώνοντας σε μια συναρπαστική αφήγηση Εβραίους και Τσιγγάνους, χριστιανούς και αλλόθρησκους, οι οποίοι συνήθιζαν να συμβιώνουν στη μεγάλη κοσμοπολίτικη πόλη της Θεσσαλονίκης, ανταλλάσσοντας συνήθειες, να περνάνε δύσκολα αλλά και αμέριμνα, να ζουν ουσιαστικά πλάι-πλάι, ακόμα και να σουλατσάρουν στην παραλία, περήφανοι για τη θάλασσα που έδινε άλλο χρώμα στα όνειρά τους.

 

Και ξαφνικά όλα αυτά βυθίστηκαν στο σκοτάδι ή μάλλον έγιναν στάχτη, όταν η πυρκαγιά του 1917 κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και ισοπέδωσε τις περιουσίες των Σεφαραδιτών Εβραίων, οι οποίοι είχαν φτάσει στη Θεσσαλονίκη αιώνες πριν, από την Ισπανία. Αλλά ήταν πάλι οι Εβραίοι που ξανάφτιαξαν την πόλη, με τον Γαλλοεβραίο αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ να σχεδιάζει από την αρχή την πανέμορφη Θεσσαλονίκη, όπως την ξέρουμε σήμερα και όπου βρέθηκαν να ακμάζουν οι ντόπιοι Εβραίοι προτού εκτοπιστούν μαζικά από τους ναζί.

Από αυτούς ξεχώρισε η οικογένεια της δυναμικής Μπενούτα Κοέν -την οποία στη σειρά της ΕΡΤ ερμηνεύει με μεγάλη επιτυχία η Ελισάβετ Μουτάφη- με τον άνδρα της και τα εφτά παιδιά της -τη Φρίντα, τον Σαΐας-Ζακινό, τη Ρούλα-Σουζέτ (η οποία μαθαίνουμε ότι στην πραγματικότητα είναι η μητέρα του Αλμπέρτ Μπουρλά), τον Ραούλ-Σολομών, τον Νταβίνο-Ντιντή, τον Μίκο και τον βενιαμίν Ιωσήφ, τον πατέρα, δηλαδή, της συγγραφέως, στον οποίο η μαμά Μπενούτα φαίνεται να έχει μεγάλη αδυναμία (τον ενσαρκώνει μοναδικά στη σειρά σε μικρή ηλικία ο Δημήτρης Αριανούτσος και σε μεγαλύτερη ο Χρήστος Λούλης).

Το ξαφνικό γεγονός της πυρκαγιάς έφερε τα αναστατωμένα μέλη της οικογένειας Σαΐας-Κοέν να προσπαθούν να σώσουν τα υπάρχοντά τους και να βρίσκουν τελικά καταφύγιο, χάρη στον Τσιγγάνο-σωτήρα τους Αγγελή, σε έναν καταυλισμό Ρομά, όπου τους οδηγεί ο ίδιος, στα περίχωρα της πόλης. Οπως όλοι, έτσι και η καλοαναθρεμμένη Μπενούτα φάνηκε να αντικρίζει στην αρχή με καχυποψία αυτό το ελεύθερο πλήθος με τα παρδαλά χρώματα, μέχρι να γίνει ένα μαζί τους και να βρεθεί, σε μία από τις πιο ωραίες στιγμές της σειράς και του βιβλίου, να τους παίζει στο πιάνο θεϊκές μελωδίες και να ανταλλάσσει ιστορίες που θα μείνουν χαραγμένες μέσα της για πάντα.

Δείτε το τρέιλερ της σειράς «Το βραχιόλι της φωτιάς»:

 

 

Η συγγραφέας Σαΐας, σε μια πολύ ωραία σύλληψη που στόχο έχει να εξαλείψει ρατσιστικές ιδέες και προκαταλήψεις, έβαλε ουσιαστικά δίπλα-δίπλα Εβραίους και τους επίσης κυνηγημένους από τους ναζί Τσιγγάνους, περιγράφοντας πώς σώθηκε η μάνα Μπενούτα από τους Τσιγγάνους και πώς με τη βοήθειά τους γέννησε τον μονάκριβο γιο της και επιζήσαντα του Αουσβιτς, Ιωσήφ, αποκαλώντας τον «παιδί της φωτιάς». Στη μικρή Τσιγγάνα που την περιέθαλψε, την Τσιούμπη, έκανε μάλιστα δώρο το πολύτιμο βραχιόλι από το μπαρ-μίτσβα της (εβραϊκή τελετή ενηλικίωσης), την περίφημη μένσα, που ενέπνευσε και τον τίτλο του βιβλίου και της σειράς. Μια ιστορία που θα διηγείται σαν παραμύθι η μητέρα στον Ιωσήφ και εκείνος δεν θα βγάλει ποτέ από το μυαλό του, ούτε στο Αουσβιτς.

 

Ο ρατσισμός και οι διωγμοί

Η οικογενειακή ιστορία είναι εν ολίγοις η αφορμή για τη συγγραφέα να μεταδώσει τα δικά της μηνύματα, τα οποία η σειρά και η σκηνοθεσία του Γιώργου Γκικαπέππα μετέτρεψαν σε υποβλητικές εικόνες μέσα από τις οποίες μαθαίνουμε όχι μόνο την οδυνηρή ιστορία, αλλά και τον τρόπο που ζούσαν και γιόρταζαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, τους μακραίωνους αγώνες και τις συνήθειές τους – από τη Χανουκία που δέσποζε πάντα στο τραπέζι και όχι μόνο στη γιορτή της Χάνουκα μέχρι το ταλέτ, το καπελάκι που φορούν πάντα στη συναγωγή, τη γιορτή της περιτομής και την τελετή ενηλικίωσης.

 

 

Στιγμές γαλήνης και ευτυχίας που διακόπτονταν άδοξα από τους απανωτούς διωγμούς, όπως τον εμπρησμό του συνοικισμού Κάμπελ το 1927, τον υφέρποντα ρατσισμό που βίωσαν οι Εβραίοι, ακόμα και από κάποιους Ελληνες που συνήθιζαν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους με ιστορίες για τον κακό Εβραίο που πάντοτε φάνταζε απειλή. Ιστορίες βγαλμένες από ρατσιστικού τύπου λαϊκές αφηγήσεις, που δείχνουν ότι όλοι συνέτειναν στον μαζικό διωγμό, εκτός από τους Γερμανούς.

Χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν η συγγραφέας δεν αποκαλύπτει, ωστόσο, μόνο τα μελανά στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά της ίδιας της οικογένειάς της: από τις ατασθαλίες του άπιστου παππού της και συζύγου της γιαγιάς Μπενούτα (τον οποίο αναπαριστά σε όλη του την ανθρώπινη μελαγχολία και μεγαλοπρέπεια ο Νίκος Ψαρράς), έναν πάτερ φαμίλια, που παρ’ όλη τη φροντίδα ήταν αυτός που με τις ερωτικές του περιπέτειες την πίκρανε και δεν κατάφερε να προστατεύσει την οικογένεια από την τραγική της μοίρα έως τις εσωτερικές συγκρούσεις του πατέρα της Ιωσήφ, που ήταν από τους λίγους που κατάφεραν να βγουν ζωντανοί.

Παρ’ όλα όσα πέρασε, όμως, αυτό που έμαθε στην κόρη του και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είναι να κρατάνε βαθιά ριζωμένη μέσα τους όχι το μίσος, αλλά την ανθρωπιά. «Στόχος μου, όπως και του πατέρα μου, ήταν μέσα από αυτές τις αφηγήσεις να βγαίνει ένα μήνυμα αισιοδοξίας», δηλώνει χαρακτηριστικά η συγγραφέας Βεατρίκη Σαΐας Μαγρίζου. «Αλλωστε γι’ αυτό έγινε το βιβλίο σειρά, η οποία δεν είναι μια σειρά φρίκης αλλά αισιοδοξίας μεταφέροντας το μήνυμα ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι η επιβίωσή μας ήταν τελικά η νίκη μας στον ναζισμό. Το σημαντικότερο είναι ότι όλοι αυτοί που επιβίωσαν δεν το έβαλαν κάτω και συνέχισαν να φτιάχνουν τα σπιτικά τους φροντίζοντας να μην μας ενσταλάξουν μίσος αλλά καλώντας μας να μην ξεχάσουμε ώστε να μην επαναληφθούν αυτά τα πράγματα στο μέλλον», καταλήγει η συγγραφέας.

 

Η άγνωστη ιστορία

Η ίδια δηλώνει πολύ συγκινημένη που μέσα από μια άκρως φροντισμένη τηλεοπτική παραγωγή αναβιώνει τελικά και γίνεται γνωστή σε όλους όχι μόνο η ιστορία της οικογένειας του πατέρα της, αλλά μια άγνωστη ιστορία, την οποία δεν μας μάθαιναν στο σχολείο και μέχρι πρότινος αποτελούσε ταμπού: «Αυτό που μου δίνει μεγάλη χαρά και με γεμίζει συγκίνηση είναι ότι μέσα από τον πατέρα μου και απ’ όλη την οικογένειά του θα αναβιώσει η μνήμη όλων των 55.000 Ελλήνων Εβραίων και θα μάθει ο κόσμος πως όταν καιγόντουσαν οι Ελληνες Εβραίοι στα στρατόπεδα, ήταν παιδιά της Ελλάδας αυτά που καιγόντουσαν, κάτι που φαίνεται να μπορούν να ακούσουν σήμερα όλοι όσοι αγνοούν τα γεγονότα. Και νέα παιδιά, που δεν βλέπουν τηλεόραση, αλλά τους τράβηξε πάρα πολύ το θέμα και θέλουν να μάθουν. Γιατί είναι λυπηρό ότι δεν μαθαίνουμε αυτή την ιστορία στο σχολείο», υποστηρίζει η συγγραφέας και δεν έχει άδικο.

 

 

 

Προδοσία

Πόσοι αλήθεια γνωρίζουν -κάτι που αναφέρει η ίδια στο βιβλίο- ότι όχι μόνο κανένας ντόπιος δεν προστάτευσε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που εξοντώθηκαν μαζικά, αλλά ουσιαστικά οδηγήθηκαν στον θάνατο από έναν δικό τους, τον Κόρετζ, ο οποίος παρέδωσε χωρίς κανέναν δισταγμό στον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή αναλυτικά τη λίστα με τα ονόματα των Εβραίων της πόλης – σε αντίθεση με τον δήμαρχο Καρέρ της Ζακύνθου και τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, οι οποίοι αρνήθηκαν να συναινέσουν στο έγκλημα.

Ολα αυτά τα στοιχεία τα παραθέτει αναλυτικά η Σαΐας στο βιβλίο ως γεγονότα που δεν πρέπει να ξεχαστούν, όπως έχει κάνει και πάλι σε ντοκιμαντέρ που έχει προβληθεί ήδη στη Θεσσαλονίκη και σε κείμενά της που διδάσκονται στο τμήμα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Πάντοβα, ενώ έχει προσκληθεί και από άλλα πανεπιστήμια όπως το Σέλουιν Κόλετζ του Κέιμπριτζ όπου έχει μιλήσει αναλυτικά για το άγνωστο, μέχρι πρότινος δράμα, των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.

 

Τι θα δούμε στη σειρά

Επρεπε λοιπόν να περάσουν 80 χρόνια για να γίνει γνωστό το εβραϊκό δράμα όχι μόνο σε όλο τον κόσμο, αλλά κυρίως στους Ελληνες, οι οποίοι έμαθαν ότι αυτοί που οδηγήθηκαν μαζικά στα στρατόπεδα -από τους 50.000 Εβραίους της Θεσσαλονίκης επιβίωσαν τελικά μόνο οι 1.500- ήταν επίσης Ελληνες που κυνηγήθηκαν, εξοντώθηκαν, αλλά παρ’ όλα αυτά κράτησαν το σθένος τους γυρνώντας πίσω με κατεστραμμένες ζωές και κατασχεμένες όλες τους τις περιουσίες.

Στο βιβλίο η συγγραφέας μάς μεταφέρει την ιστορία των ομοθρήσκων της που υπέφεραν τα πάνδεινα στα στρατόπεδα αλλά κατάφεραν να επιβιώσουν από τη λαίλαπα της Σοά, όπως ο Γιαννιώτης Λεόν Μπατής, ο οποίος ήταν ο πρώτος επιζών που γύρισε στην Ελλάδα, αλλά και τα μέλη της σεφαραδίτικης οικογένειάς της «που βασανίστηκαν άδικα από τον ναζισμό, από τη μισαλλοδοξία, το μίσος. Που οδηγήθηκαν, όπως ο πατέρας μου, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Είναι αυτός που όχι μόνο έχασε εκεί ανθρώπους και έγινε πειραματόζωο στα χέρια του Μένγκελε, αλλά γύρισε νικητής.

 

Γύρισε για να πει σε όλον τον κόσμο τι έγινε εκεί… Και με όρκισε να το γράψω, όταν έμαθε ότι έγινα συγγραφέας, κάποια στιγμή, με φώναξε στη Θεσσαλονίκη από τη Λάρισα όπου ζω, και μου λέει “τώρα έλα να σ’ τα πω, για να τα γράψεις”. Λίγο καιρό μετά πέθανε δυστυχώς. Και εγώ το έγραψα».

Η ίδια λέει ότι οι γονείς της δεν μιλούσαν γι’ αυτά τα θέματα γιατί ήταν σκληρά – ίσως να μην ήθελαν να ξαναζήσουν τις σκηνές που περιγράφει γλαφυρά στο βιβλίο και ξαναβλέπουμε στη σειρά της ΕΡΤ, όπου για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση αποκαλύπτονται μπροστά μας σκηνές για τα τρένα που μετέφεραν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στοιβαγμένους ανθρώπους σαν να ήταν εμπορεύματα, αναγκασμένους να ουρούν μέσα σε βαρέλια χωρίς να μπορούν να πάρουν ανάσα και το κυριότερο χωρίς να ξέρουν καν τι τους περιμένει, για τις μανάδες που αποχωρίζονταν βίαια τα νεκρά βρέφη από την αγκαλιά τους, για τις απάνθρωπες συνθήκες, τη μαζική εξόντωση, τον εξευτελισμό.

 

Δεν χαρίζεται σε κανέναν η συγγραφέας, αλλά ούτε και η σειρά που μεταφέρει τη σκληρή πραγματικότητα με τον πιο υποβλητικό τρόπο: σε αυτό το σημείο έχει συμβάλει σημαντικά η έξοχη φωτογραφία των Γιάννη Δρακουλαράκη, Βασίλη Μουρίκη και Ντίνου Μαχαίρα. Χωρίς να είναι καν υπερπαραγωγή, αφού η τηλεόραση δεν έχει τα μέσα που μετέρχεται ο κινηματογράφος, το «Βραχιόλι της φωτιάς» έχει καταφέρει να μεταφέρει αυτούσιο το συναίσθημα που βίωναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι από την αρχή ως το τέλος. «Δεν ήταν πόλεμος. Στους πολέμους προστατεύονται τα γυναικόπαιδα, οι γέροι, οι ανήμποροι.

Σε αυτό το κακό που ζούσαν εμπλέκονταν όλοι. Ο εχθρός δεν έκανε έναν τίμιο πόλεμο», γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο η συγγραφέας δίνοντας στον σκηνοθέτη την αφορμή να φτιάξει μια εξαίσια εποποιία για τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της Ιστορίας με έναν πρωτόγνωρο, για τα τηλεοπτικά χρονικά, τρόπο. Μάλιστα, μέσα στις λίγες ημέρες που προβλήθηκε η σειρά στην πλατφόρμα ERTFLIX κατάφερε να διπλασιάσει σχεδόν την επισκεψιμότητα, ανεβάζοντας τις προσδοκίες για το τηλεοπτικό της μέλλον και την προβολή της στους επίσημους δέκτες.

Για τα δεδομένα της ΕΡΤ και των μέσων που διαθέτει ώστε να γυρίσει μια σειρά με πραγματικά κινηματογραφικούς όρους, τα μεγέθη μιλούν από μόνα τους· μπορεί τα γυρίσματα να κράτησαν σχεδόν δύο μήνες, αλλά περιελάμβαναν πολλές μετακινήσεις σε διαφορετικές τοποθεσίες, για την εξεύρεση των οποίων, όπως μαθαίνουμε, προηγήθηκε εξαντλητικό ρεπεράζ σε πάνω από 300 χώρους ώστε το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό και αληθοφανές, καθώς έπρεπε να επιλεγούν σπίτια διαφορετικών εποχών και κατηγοριών (από αγροτόσπιτα έως νεοκλασικά και αρχοντικά, εκκλησίες, καταστήματα, σιδηροδρομικοί σταθμοί, ξενοδοχεία, στρατόπεδα, εργοστάσια κ.ά.).

Μεγάλες παρεμβάσεις έγιναν και στη βασική οικία της σειράς (535 τ.μ.), την οποία η παραγωγή ανακατασκεύασε εσωτερικά με σκηνογραφικές παρεμβάσεις και επίπλωσε εξ ολοκλήρου με έπιπλα εποχής, ενώ για τις ανάγκες της σειράς χρειάστηκαν πολλά και διαφορετικά μέσα μεταφοράς – από χειράμαξες, σούστες και κάρα έως και οχήματα της δεκαετίας του ’30, του ’60, αλλά και φορτηγό του ’40, όπως και αυθεντική μοτοσικλέτα της γερμανικής κατοχής.
Ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι τα 1.400 κουστούμια που σχεδίασε η ενδυματολόγος Μαρία Κοντοδήμα, ενώ για τους ηθοποιούς που ερμήνευσαν ρόλους Γερμανών στρατιωτών χρησιμοποιήθηκαν αυθεντικές γερμανικές στολές.

Για τα δεδομένα της ΕΡΤ και των μέσων που διαθέτει ώστε να γυρίσει μια σειρά με πραγματικά κινηματογραφικούς όρους, τα μεγέθη μιλούν από μόνα τους· μπορεί τα γυρίσματα να κράτησαν σχεδόν δύο μήνες, αλλά περιελάμβαναν πολλές μετακινήσεις σε διαφορετικές τοποθεσίες, για την εξεύρεση των οποίων, όπως μαθαίνουμε, προηγήθηκε εξαντλητικό ρεπεράζ σε πάνω από 300 χώρους ώστε το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό και αληθοφανές, καθώς έπρεπε να επιλεγούν σπίτια διαφορετικών εποχών και κατηγοριών (από αγροτόσπιτα έως νεοκλασικά και αρχοντικά, εκκλησίες, καταστήματα, σιδηροδρομικοί σταθμοί, ξενοδοχεία, στρατόπεδα, εργοστάσια κ.ά.).

Μεγάλες παρεμβάσεις έγιναν και στη βασική οικία της σειράς (535 τ.μ.), την οποία η παραγωγή ανακατασκεύασε εσωτερικά με σκηνογραφικές παρεμβάσεις και επίπλωσε εξ ολοκλήρου με έπιπλα εποχής, ενώ για τις ανάγκες της σειράς χρειάστηκαν πολλά και διαφορετικά μέσα μεταφοράς – από χειράμαξες, σούστες και κάρα έως και οχήματα της δεκαετίας του ’30, του ’60, αλλά και φορτηγό του ’40, όπως και αυθεντική μοτοσικλέτα της γερμανικής κατοχής.

Ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι τα 1.400 κουστούμια που σχεδίασε η ενδυματολόγος Μαρία Κοντοδήμα, ενώ για τους ηθοποιούς που ερμήνευσαν ρόλους Γερμανών στρατιωτών χρησιμοποιήθηκαν αυθεντικές γερμανικές στολές.

 

Ηθογραφία

Εν ολίγοις πρόκειται για μια φροντισμένη σειρά που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κοινού που θέλει να μάθει αλλά και να απολαύσει μια παραγωγή που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει άλλες κινηματογραφικές ταινίες, φροντίζοντας να μείνει κοντά στα μηνύματα και τα νοήματα του βιβλίου. Και αυτό γιατί μέσα από το «Βραχιόλι της φωτιάς» μαθαίνουμε, εκτός από τις ιστορικές πληροφορίες, λεπτομέρειες για τα ήθη της εποχής όπως το ότι δύσκολα επέτρεπαν σε μια Εβραιοπούλα, όπως στη κόρη της οικογένειας, τη Φρίντα, να παντρευτεί έναν χριστιανό.

 

 

Αντιλαμβανόμαστε, επίσης, τι σήμαινε η ανάγκη των Εβραίων να κρατούν ζωντανή τη θρησκεία τους ως υπενθύμιση των αγώνων επιβίωσης ανά τους αιώνες και πληροφορούμαστε πολλά για τις προκαταλήψεις που δεν αποφεύγει να αναφέρει η συγγραφέας και να δείξει η σειρά. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές στην προβληματική μερικές φορές αντιμετώπιση της γυναίκας ή στον φανατισμό της θρησκείας που μερικές φορές οδήγησε σε ακραίες θέσεις.

Η πραγματικότητα, άλλωστε, πολλές φορές είναι πολύ πιο καίρια και αποκαλυπτική απ’ ό,τι η μυθοπλαστική συνθήκη: γι’ αυτό και γίνεται εκτενώς λόγος για Εβραίους που δεν δίστασαν να βιάσουν ομόθρησκές τους και να καταδώσουν άλλους Εβραίους, ενώ δεν ήταν οι μόνοι που υπέφεραν τους μαζικούς διωγμούς των ναζί· στην εξόντωση οδηγήθηκαν, επίσης, ομοφυλόφιλοι αλλά και Τσιγγάνοι, κάτι που αναφέρεται εκτενώς στο βιβλίο και αποκαλύπτεται στη σειρά.

Το συγκλονιστικό όμως είναι ότι οι ναζί χρησιμοποιούσαν τους έγκλειστους στρέφοντας τον έναν ενάντια στον άλλον αναγκάζοντάς τους ακόμα και να μαζεύουν τα ρούχα των νεκρών από τους θαλάμους αερίων ή να γίνονται δωσίλογοι για ένα κομμάτι ψωμί: «Ομηροι ήσαν όλοι όσοι καλούνταν να κάνουν αυτά τα τρομερά πράγματα στους συνανθρώπους τους, ομοθρήσκους, Τσιγγάνους, ομοφυλόφιλους, αντικαθεστωτικούς», διαβάζουμε στο βιβλίο. «Ομηροι που κινούνταν σαν ρομπότ, χωρίς συναίσθημα, γιατί όλα είχαν πετρώσει εκεί.

Δεν ένιωθαν άνθρωποι. Δεν μπορεί να ήσαν άνθρωποι. Εκαναν τη δουλειά τους μηχανικά, φόρτωναν στα καρότσια νεκρούς ανθρώπους και ήταν σαν να φόρτωναν ξύλα. Ενα μεγάλο ξύλο και άλλο ένα, ένα μικρό κλαράκι, ένα ακόμα πιο μικρό, κι ένα μεγάλο, και άλλο, και άλλο. Το ένα πάνω στο άλλο. Γεμάτη κλαράκια αυτή η φουρνιά. Να κι ένα νεογέννητο, ενωμένο με τον ομφάλιο λώρο με τη μάνα του. Γέννησε μέσα στον πανικό, απ’ το φόβο. Το είδε η μάνα του άραγε; Πρόλαβε; Ασ’ το! Δεν είναι καιρός για ευαίσθητες σκέψεις. Αν θέλεις να επιβιώσεις, το προσπερνάς! Και άλλο ξύλο, και άλλο, και άλλο…».

Γιατί η αλήθεια είναι ότι η συγγραφέας, όπως και ο σκηνοθέτης της σειράς, δεν φοβάται ούτε να αναμετρηθεί με την αλήθεια, ούτε να μεταφέρει με τρομακτική ενάργεια σκηνές που τελικά ούτε ο πατέρας της ο Ιωσήφ θέλησε να κρατήσει κρυφές. Αυτό, όμως, που δεν ήθελε ούτε εκείνος ούτε και η κόρη του είναι να μεταφέρουν την οργή ή την πίκρα, παρά μόνο να μας κάνουν να θυμόμαστε πως δεν πρέπει αυτή η τραγωδία να επαναληφθεί στην καρδιά της Ευρώπης και του πολιτισμένου κόσμου.

Σε μια ήπειρο όπου η άνοδος του φασισμού δείχνει να απειλεί τα δημοκρατικά κεκτημένα και δείγματα αντισημιτισμού παρατηρούνται ακόμα και στη Θεσσαλονίκη με τη λεηλασία του εβραϊκού κοιμητηρίου κ.λπ., πρέπει να δοθούν πραγματικά εύσημα στην κρατική τηλεόραση που τολμά να μεταφέρει ένα βιβλίο σαν της Βεατρίκης Σαΐας-Μαγρίζου. Εστω με τολμηρό, δύσκολο, ακόμα και τρομακτικό τρόπο, αλλά συγχρόνως συγκινητικό και υποβλητικό, ο Ελληνας πια μαθαίνει την Ιστορία του και αντικρίζει για τα καλά τον εαυτό του μέσα από την οδύσσεια ενός βραχιολιού – τη συγκλονιστική αυτή περιπέτεια των Εβραίων της χώρας του.

Πηγή: protothema.gr

Μοιράσου το άρθρο